- τυρευτήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. αυτός που παρασκευάζει τυρί, τυροποιός2. προσωνυμία τού Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη τού κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρεύω + επίθημα -τήρ* (πρβλ. βουλευ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.